Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Αν - R. Kipling

Αν μπορείς στην πλάση τούτη να περιφρονείς τα πλούτη κι αν οι έπαινοι των γύρω δεν σου παίρνουν το μυαλό,

αν μπορείς στην τρικυμία να κρατήσεις ψυχραιμία, κι αν μπορείς και στους εχθρούς σου να σκορπίσεις το καλό,

αν μπορείς με μιας να παίξεις κάθε τι που ’χεις κερδίσει, στην καταστροφή ν’ αντέξεις και να δώσεις κάποια λύση,

αν μπορείς να υποτάξεις πνεύμα, σώμα και καρδιά, αν μπορείς όταν σε βρίζουν να μην βγάζεις τσιμουδιά,

αν μπορείς στην καταιγίδα να μη χάνεις την ελπίδα, κι αν μπορείς να συγχωρήσεις όταν σ’ έχουν αδικήσει,

αν μπορέσεις τ' όνειρό σου να μη γίνει ο όλεθρός σου, κι αν μπορέσεις ν’ αγαπήσεις όσους σ’ έχουνε μισήσει,

αν μπορείς να είσαι ο ίδιος στην χαρά και στην οδύνη, αν η πίστη στην ψυχή σου μπρος σε τίποτα δεν σβήνει,

αν μιλώντας με τα πλήθη τη συνείδηση δεν χάνεις, αν μπορέσεις να χωνέψεις πως μια μέρα θα πεθάνεις,

αν ποτέ δεν σε μεθύσει του θριάμβου το κρασί, αν στα ψέματα των άλλων δεν λες ψέματα κι εσύ,

αν μπορείς να μη θυμώνεις, αλλά μήτε και να κλαις όταν άδικα σου λένε πως εσύ μονάχα φταις.

Αν μπορείς με ηρεμία δίχως νεύρα ή δυσφορία και τα ίδια σου τα λόγια να τ’ ακούς παραλλαγμένα,
αν μπορείς κάθε λεπτό σου να ’ναι μια δημιουργία και ποτέ σου να μην μένεις με τα χέρια σταυρωμένα.

Αν οι φίλοι σου κι οι εχθροί σου δεν μπορούν να σε πληγώσουν, αν οι σχέσεις με μεγάλους τα μυαλά δεν σου σηκώνουν

αν τους πάντες λογαριάζεις μα… κανένα χωριστά, αν μπορέσεις να φυλάξεις και τα ξένα μυστικά…
Έ! Παιδί μου τότε… Θα μπορέσεις ν’ απολαύσεις όπως πρέπει τη ζωή σου… Θα ’σαι Άνθρωπος σπουδαίος κι όλη η γη θα ’ναι δική σου!

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Δημήτρη, καλό ταξίδι

Ο Δημήτρης Μητροπάνος για το ευρύ κοινό ήταν μια σπουδαία λαϊκή φωνή. Για όσους όμως είχαν την ευκαιρία να τον ακούν όχι μόνο να τραγουδά αλλά και να μιλά ήταν ένας άνθρωπός που δεν συνήθιζε να μασά τα λόγια του. Εξοργισμένος και δηκτικός με όλα και με όλους που τον πλήγωναν δεν δίσταζε να καυτηριάζει την πολιτική πραγματικότητα της χώρας μας.

Τα προβλήματα της υγείας του ήταν πολλά τα τελευταία χρόνια που τον ανάγκαζαν να απέχει από την ενεργή καλλιτεχνική ζωή, μα δεν κατάφερναν να τον κάνει να σιωπά για τα προβλήματα του ελληνικού λαού.

Στην τελευταία του συνέντευξη που έδωσε το φθινόπωρο στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία ο Δημήτρης Μητροπάνος δεν είχε διστάσει να πει στον τότε πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου: «Ασ' το, ρε Γιωργάκη, τράβα σπιτάκι σου».

Αναφερόμενος στην οικονομική κρίση για την οποία εκτιμούσε πως θα είναι μακροχρόνια δήλωνε πως «η κυβέρνηση μάλλον δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει ή τουλάχιστον έτσι φέρεται. Ρε σεις, δεν έχουν οι άνθρωποι να φάνε, τι θα δημιουργήσετε; Πήρατε από το μισθωτό και το συνταξιούχο, τους τσακίσατε. Τώρα τι; Θα τους θάψετε και θα πάρετε φόρο θαψίματος; Απ' την άλλη μεριά είναι πρόκληση οι επιχειρηματίες να χρωστάνε δισεκατομμύρια, να μην ξέρουν τι είναι το ΙΚΑ και όχι μόνο να μην τολμάει κανένας να τους πειράξει, αλλά ούτε να αναφέρεται το όνομά τους».
»Απ' την ώρα που ξεκίνησε μια οικονομική κρίση δεν θα μείνει τίποτε όρθιο’, υποστήριζε στην ίδια συνέντευξη ο Δημήτρης Μητροπάνος και συνέχιζε:

«Όλα θα τσακιστούν κι ό,τι καλό υπάρχει θα φύγει έξω. Εδώ θα μείνουμε τα γερόντια και θα ξανανοίξουν τα καφενεία για να καθόμαστε, να παίζουμε πρέφα και να κλαίμε τη μοίρα μας. Και οι άλλοι θα κοκορεύονται ότι κυβερνούν εμάς. Τους γέρους".

Ο μεγάλος λαϊκός ερμηνευτής δήλωνε απογοητευμένος από το πολιτικό σύστημα του τόπου και χρησιμοποιούσε σκληρή γλώσσα για τους πολιτικούς αρχηγούς. «Μα, ποιος θα μας σώσει; Θα πάει ο Σαμαράς να το κουβεντιάσει; Πήγε κι ο Βενιζέλος και του 'παν "άντε από δω". Και ποιοι του το 'παν; Κάτι τσογλάνια, τρίτης διαλογής γραμματείς. Κι όμως οι δικοί μας κάθονται προσοχή. Μόλις δουν ξένο, κάθονται κλαρίνο, χωρίς να σκεφτούν τι θέλει και ποιος είναι. Γραμματέας είναι, ρε, κι έρχεται να μας γελοιοποιήσει. Γιατί εμείς το ΟΧΙ το είπαμε μια φορά το 1940 και τελείωσε. Βγήκε στην αρχή ο Γιώργος και μας είπε "λεφτά υπάρχουν". Είχε συμφωνήσει να κόψει τη σχέση με τη Ρωσία, είχε δώσει κι άλλες υποσχέσεις κι έτσι τον έβγαλαν. Κι εκείνος προκειμένου να γίνει πρωθυπουργός τα πούλησε όλα. Αλλά ο χρόνος θα τα ξεκαθαρίσει όλα. Σαν προδότης θα μείνει στην Ιστορία».


Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Ιθάκη - Κωνσταντίνος Καβάφης

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις, αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος. Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους, να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά, και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους, και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά, σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας, να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη. Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου. Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου. Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί, πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο, μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη. 

Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι. Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο. Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια. Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Τι εστί Τράπεζα σήμερον


Mια φορά κι έναν καιρό υπήρχαν ιδιωτικές τράπεζες που λειτουργούσαν ως κανονικές επιχειρήσεις. Που έπαιρναν δηλαδή ρίσκο και είτε, εφόσον τους «έβγαινε», κέρδιζαν είτε, όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν «κατ’ ευχήν», διακινδύνευαν την ύπαρξή τους. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
Τέτοιες τράπεζες σήμερα δεν υπάρχουν. Σήμερα οι «ιδιωτικές» τράπεζες, παγκοσμίως, αποτελούν έναν παραπλανητικό ευφημισμό. Ιδίως μετά το Κραχ του 2008, οι τράπεζες λειτουργούν ως μορφώματα που συνδυάζουν τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, αποτελώντας έτσι βαρίδια που τραβάνε τις κοινωνίες και τις αγορές μαζί τους στον πυθμένα ενός ωκεανού ζημιών και χρέους.
Αυτές τις μέρες, που μια υπό προθεσμία (και υπό αμφιλεγόμενη νομιμοποίηση) κυβέρνηση «διαπραγματεύεται» την λεγόμενη επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, καλό είναι να θυμηθούμε τι εστί τράπεζα την σήμερον. Για να το θυμηθούμε όμως αυτό, χρειαζόμαστε μια αναδρομή στο ιστορικό του πώς φτάσαμε εδώ που είμαστε.
Όταν οι τράπεζες λειτουργούσαν ως επιχειρήσεις
Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι κραταιές τράπεζες (π.χ. του Λονδίνου) λειτουργούσαν ως ιδιωτικές εταιρείες απεριόριστης ευθύνης. Οι ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι τις διεύθυναν κιόλας (ή τουλάχιστον επέβλεπαν τον τρόπο διοίκησης), διέτρεχαν τον κίνδυνο να χάσουν και το σπίτι τους ακόμα αν η τράπεζα δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες (σε ρευστό) των καταθετών της ή να ανταποκριθεί στα δάνεια που είχε η ίδια συνάψει με πιστωτές. Στην προσπάθειά τους να περιοριστεί αυτός ο κίνδυνος, οι τραπεζίτες κρατούσαν στα ταμεία τους, για να έχουν «καβάτζα», την δική τους χρηματική περιουσία  (σε ρευστό, μετοχές ή ομολογίες) και δεν δάνειζαν ποτέ πάνω από το 50% των συνολικών τους κεφαλαίων (δηλαδή του αθροίσματος των χρημάτων που είτε κατέθεταν στην τράπεζα οι πελάτες της είτε κατέθεταν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες).
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν για αντικειμενικούς λόγους. Κατ’ αρχάς, καθώς ο καπιταλισμός απογειωνόταν, με την δημιουργία νέων, πανάκριβων αλλά και, παράλληλα, υπερκερδοφόρων δικτύων (π.χ. σιδηροδρομικά, τηλεγραφικά, ηλεκτροφόρα δίκτυα), οι επιχειρήσεις είχαν ανάγκη τεράστιων δανείων – για τα οποία ήταν έτοιμες να καταβάλουν αντίστοιχα τεράστιους τόκους. Έτσι, σιγά-σιγά οι τράπεζες «αναγκάστηκαν» να αποποιηθούν τον εγγενή συντηρητισμό τους. Το πρώτο βήμα έγινε το 1826 στο Λονδίνο. Έως τότε, καμία τράπεζα δεν είχε το δικαίωμα να έχει πάνω από έξι μετόχους. Αυτός ο περιορισμός ήταν ο πρώτος που υπέκυψε στις νέες ανάγκες για μεγαλύτερη δανειοδοτική δυνατότητα: ξάφνου, ο αριθμός των μετόχων πολλαπλασιάστηκε, τα κεφάλαια που διέθεσαν οι νέοι μέτοχοι πέρασαν στα βιβλία των τραπεζών και, έτσι, οι τράπεζες μπόρεσαν να χρηματοδοτήσουν την Β’ Βιομηχανική Επανάσταση (μέσα του 19ου αιώνα και μετέπειτα). Πάντως, παρά αυτά τα ανοίγματα, οι μέτοχοι (αν και πιο πολλοί) παρέμειναν υπό την απειλή της προσωπικής πτώχευσης, σε περίπτωση του η τράπεζα παρέπαιε. Αυτή η απειλή αρκούσε ώστε οι ιδιοκτήτες των τραπεζών, οι τραπεζίτες, να κρατάνε σφικτά τα ηνία των διευθυντών τους, στους οποίους δεν επέτρεπαν να διακινδυνεύσουν την περιουσία τους.
Ο περιορισμός της ευθύνης των μετόχων-ιδιοκτητών των τραπεζών νομοθετήθηκε το 1855-6. Έχει ενδιαφέρον ότι οι τραπεζίτες, αντί να αδράξουν την ευκαιρία να αποποιηθούν τον κίνδυνο της προσωπικής πτώχευσης, αντιστάθηκαν στον νέο νόμο – προσπάθησαν, για δεκαετίες, να κρατήσουν το καθεστώς της απεριόριστης ευθύνης διατυμπανίζοντας ότι επέλεγαν να επενδύσουν το προσωπικό τους ρίσκο στην τράπεζά τους ως τίτλο τιμής, ως μέρος του συμβολαίου με τους καταθέτες (του στυλ: «αν πτωχεύσει η τράπεζά μας, να ξέρετε ότι θα καταστραφούμε κι εμείς»). Χρειάστηκε να έρθει η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, με τις πολλαπλές πτωχεύσεις τραπεζιτών, για να πειστούν οι τραπεζίτες (δηλαδή οι ιδιοκτήτες των τραπεζών) να «περιορίσουν την ευθύνη τους», κόβοντας τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε τις τύχες της τράπεζάς τους με την τύχη της προσωπικής τους περιουσίας.
Το τέρας της μόχλευσης (leverage)
Στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν οι τράπεζες αρχίζουν να μεταλλάσσονται σε κάτι που σιγά-σιγά παύει να θυμίζει τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, το σύνολο του ενεργητικού όλων των τραπεζών (δηλαδή, των δανείων που δίνουν και των κεφαλαίων που διακρατούν ως «καβάτζα») κυμαινόταν γύρω το 50% του ΑΕΠ μιας αναπτυγμένης χώρας (π.χ. Βρετανίας, Γαλλίας κλπ). Σήμερα, κυμαίνεται μεταξύ του 300% και του 500% του ΑΕΠ. Μια τράπεζα, όπως η Deutsche Bank ή η BNP, μπορεί να έχει ενεργητικό μεγαλύτερο του ΑΕΠ της χώρας στην οποία εδρεύει.
Πώς συνέβη αυτό; Η απάντηση, μονολεκτική: Μόχλευση. Τι είναι αυτό το φρούτο; Κάτι που όλοι γνωρίζουμε με άλλο, απλούστερο, όρο: Χρέος (ή, για την ακρίβεια, ο λόγος του χρέους). Αν σας πω ότι για κάθε €10 που έχω, δανείστηκα €120, θα με περάσετε για τρελό. Όμως αν είμαι τραπεζίτης, και έχω κάνει το ίδιο πράγμα, δεν θα πω ποτέ ότι δανείστηκα. Θα πω απλώς ότι ο συντελεστής μόχλευσης της τράπεζάς μου είναι 12 (δηλαδή, €120 χρέους για κάθε €10 κεφαλαίων που διαθέτει το ταμείο μου). Όχι μόνο ακούγεται καλύτερο και πιο «τεχνοκρατικό» αυτό αλλά, δεδομένης της κατάστασης στο τραπεζικό σύστημα σήμερα, θα θεωρηθεί και ιδιαίτερα συντηρητικός συντελεστής μόχλευσης!
Ποια η σημασία του συντελεστή μόχλευσης; Αποτελεί το μυστικό του αμύθητου πλούτου των τραπεζιτών στις εποχές των παχιών αγελάδων και της βαθιάς τους πτώχευσης σήμερα. Έστω μια τράπεζα που κερδίζει ένα ποσοστό 1% επί των κεφαλαίων που διαθέτει ή διαχειρίζεται (εκ μέρους καταθετών, πελατών κλπ). Επιλέγοντας όμως έναν συντελεστή μόχλευσης ίσο με, π.χ., το δώδεκα, η καλή τράπεζα δωδεκαπλασιάζει τα κέρδη της χωρίς ιδρώτα ή κόπο. Αυτόματα, δωδεκαπλασιάζονται τα μερίσματα των μετόχων, τα bonus των διευθυντών, οι μισθοί των μεγαλο-υπαλλήλων κλπ κλπ. Αν σκεφτείτε μάλιστα ότι το 2008, λίγο πριν την κατάρρευση ολόκληρου του τραπεζικού οικοδομήματος, ο συντελεστής μόχλευσης των ευρωπαϊκών τραπεζών είχε φτάσει το ιλιγγιώδες 50 προς 1, καταλαβαίνουμε τι είχε συμβεί: γιατί οι αποδοχές των διοικούντων έφτασαν την στρατόσφαιρα, οι τιμές των τραπεζικών μετοχών ήταν η «ατμομηχανή» των χρηματιστηρίων, το χρηματοπιστωτικό σύστημα έριχνε την σκιά του στην «πραγματική» οικονομία.
Μετά την Άνοδο, η Πτώση
Για να κινδυνεύσει να πτωχεύσει μια τράπεζα με συντελεστή μόχλευσης 2 προς 1, χρειάζεται να έχει ζημίες ίσες με το μισό (το 50%) των δανείων που έχει παράσχει και των τοποθετήσεων που έχει επιλέξει. Όταν όμως ο συντελεστής μόχλευσης φτάσει στο 20 προς 1 (ένα μέγεθος που χαρακτήριζε τις ελληνικές τράπεζες προ της Κρίσης), τότε αρκούν για να πτωχεύσει ζημίες της τάξης του 5%. Κι όταν ο συντελεστής μόχλευσης φτάσει στο επίπεδο που ισχύει στην περίπτωση (για να φέρω ως παράδειγμα μια «κραταιά» τράπεζα που όλοι γνωρίζουμε) μιας Deutsche Bank (περί το 50 προς 1), αν μόλις το 1,25% των δανείων που έχει διαθέσει «ατυχήσουν» (π.χ. οικογένειες που λόγω ανεργίας δεν μπορούν να αποπληρώσουν το στεγαστικό τους ή επιχειρήσεις που κλείνουν) ξάφνου η καλή τράπεζα, με την βούλα του νόμου, φαλίρισε. Να γιατί, παρά τα αμύθητα κέρδη των τραπεζών προ του 2008, σήμερα είναι όλες του πτωχευμένες. Το μόνο που χρειάστηκε για να πάνε οι ελληνικές τράπεζες από τον Παράδεισο στην Κόλαση ήταν ζημίες της τάξης του 5% - κάτι απόλυτα φυσιολογικό σε μια υφεσιακή οικονομία.
Αυτά έχει το μαγικό ραβδί της μόχλευσης: όσο πιο ψηλά σε εκσφεντονίζει στην περίοδο της «Ακμής», τόσο πιο μεγάλη και τραυματική η πτώση στην περίοδο της «Ύφεσης» που ακολουθεί.
Καλά, δεν πρόσεχαν;
Αυτό δεν το είχαν σκεφτεί οι καλοί οικονομολόγοι που προσλάμβαναν οι τράπεζες να τους συμβουλεύουν (και οι οποίοι, σήμερα, συμβουλεύουν τον πρωθυπουργό μας); Δεν το είχαν σκεφτεί οι Κεντρικές Τράπεζες; Γιατί δεν τους έβαζαν χέρι; Οι λόγοι είναι δύο, ο εξής ένας: το χρήμα έρεε τόσο καταρρακτωδώς που όποιος τόλμαγε να πει κάτι, να κρούσει κάποιον κώδωνα κινδύνου, είτε συνειδητοποιούσε ότι την φωνή του την έπνιγε ο αχός του εκκολαπτόμενου κέρδους είτε (στις σπάνιες περιπτώσεις που φώναζε αρκετά δυνατά για να ακουστεί) αγνοείτο επιδεικτικά, έχανε την δουλειά του, χαρακτηριζόταν «παλιομοδίτης», «εκκεντρικός», «συντηρητικός, «αριστερός» κλπ. Τόσο απλά.
Υπάρχει κι άλλος ένας λόγος, περισσότερο στην σφαίρα της θεωρίας, ο οποίος παρουσιαζόταν ως απάντηση σε τέτοιου είδους ερωτήματα από Κεντρικούς Τραπεζίτες (καλή ώρα από τον κ. Παπαδήμο): Η πεποίθηση των (καθεστωτικών) οικονομολόγων ότι η αγορά έχει τον τρόπο της να αυτο-ρυθμίζεται. Π.χ. μπορεί οι τραπεζίτες να μην φοβούνται την πτώχευση της τράπεζάς τους (από τότε που οι τράπεζες έγιναν εταιρείες περιορισμένης ευθύνης) όμως, σκεφτόταν ο θιασώτης της αγοράς, οι πιστωτές των τραπεζών, οι οποίοι κινδυνεύουν να χάσουν τα χρήματά τους (σε περίπτωση που πτωχεύσουν), θα ασκούν de facto έλεγχο στις πρακτικές των τραπεζιτών. Πώς; Αρνούμενοι να δανείσουν τραπεζίτες που το «παρακάνουν» με την μόχλευση. Πού τέτοια τύχη; Αυτό μπορεί να συνέβαινε μέχρι το 1929-1933. Μετά την τραυματική εμπειρία των μαζικών λουκέτων στις τράπεζες, όλοι γνώριζαν ότι το κράτος, η Κεντρική Τράπεζα, δεν θα αφήσει ποτέ τις τράπεζες να κλείσουν ή, το ίδιο είναι, να αφήσουν απλήρωτους τους πιστωτές τους. (Δεν βλέπετε με τι μανία επιμένει σήμερα η ΕΚΤ ότι οι ιρλανδοί φορολογούμενοι, που δεν έφταιξαν σε απολύτως τίποτα, πρέπει να αποπληρώνουν για τα επόμενα 20 χρόνια τα χρέη των πτωχευμένων ιδιωτικών τραπεζών;) Έτσι, λοιπόν, οι τραπεζίτες, ανεξέλεγκτοι τόσο από τους μετόχους τους όσο και από τους πιστωτές τους, είχαν κάθε λόγο να δανείζονται με τρόπο που ούτε το ελληνικό δημόσιο δεν έχει κάνει...
Χαμένοι και κερδισμένοι
Την εποχή της φούσκας, οι διευθύνοντες τις τράπεζες όχι μόνο δεν αντιμετώπιζαν την κριτική και τον έλεγχο των μετόχων και των πιστωτών τους αλλά, κι εδώ είναι η ουσία, μέτοχοι και πιστωτές τους χειροκροτούσαν περισσότερο όσο πιο μεγάλο συντελεστή μόχλευσης επέλεγαν. Επρόκειτο για ένα απίστευτο φαγοπότι άνευ ρίσκου (τουλάχιστον για τους συμμετέχοντες σε αυτό). Όσο τα πράγματα πήγαιναν καλά (η φούσκα καλά κρατούσε), μεγαλύτερος συντελεστής μόχλευσης σήμαινε μεγαλύτερα κέρδη, ελκυστικότερα μερίσματα, παχυλότερους υπερ-μισθούς. Κι αν ερχόταν η Πτώση (όπως και ήρθε), ούτε γάτα ούτε ζημιά: Ο λογαριασμός θα πληρωνόταν από το γκουβέρνο (δηλαδή τον ταλαίπωρο τον φορολογούμενο) και από την Κεντρική Τράπεζα.
Εν ολίγοις, αν κάποιος διάβολος ήθελε να σχεδιάσει ένα τραπεζικό σύστημα ταγμένο στο να δημιουργήσει συνθήκες τεράστιας Κρίσης, δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο από αυτό το οποίο, ψευδεπίγραφα, χαρακτηρίζεται «σύγχρονο σύστημα ιδιωτικών τραπεζών»... Ποιος κερδίζει από αυτό; Ποιος χάνει; Είναι προφανές ότι χάνει η κοινωνία στο σύνολό της. Ποιοι κερδίζουν; Δύο είναι οι συνομοταξίες των κερδισμένων από αυτό το αλισβερίσι ιδιωτικής και δημόσιας διαφθοράς:
Πρώτον, οι βραχυπρόθεσμοι επενδυτές σε τραπεζικά (όχι κρατικά) ομόλογα και μετοχές. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, έχει εκλείψει το είδος των μακροπρόθεσμων μετόχων. Ως επί το πλείστον, οι μετοχές των τραπεζών πωλούνται το πολύ μερικούς μήνες (συνήθως μερικές μέρες) αφού αγοραστούν. Ένα ολόκληρο παρατραπεζικό σύστημα έχει στηθεί στην βάση των πολύ βραχυπρόθεσμων αγορών και πωλήσεων τραπεζικών μετοχών, τα λεγόμενα hedge funds (τα οποία κερδοσκοπούν στοιχηματίζοντας στις μικρές αυξομειώσεις των τιμών των μετοχών, ιδίως του τραπεζικού τομέα). Κάτι αντίστοιχο «παίζεται» και με τα ομόλογα έκδοσης των ιδιωτικών τραπεζών. Για να το πω απλά, η αυξημένη μόχλευση φέρνει και αυξημένες διακυμάνσεις στις τιμές των μετοχών και των ομολόγων των τραπεζών. Αυτές οι διακυμάνσεις είναι το ψωμοτύρι των hedge funds.
Δεύτερον, οι μεγαλο-μέτοχοι των τραπεζών που ελέγχουν την διοίκηση απομυζώντας όχι τόσο πολύ μεγάλα μερίσματα αλλά υπερ-μισθούς που οι ίδιοι δίνουν στους εαυτούς τους και τα λοιπά «οφέλη» που, εξ ορισμού, γεύεται όποιος διαχειρίζεται την «ροή του χρήματος».
Και τώρα; Η επίσημη έκφανση
Αυτές τις μέρες κλείνει από την κυβέρνηση Παπαδήμου το μέγα θέμα της επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Επισήμως, το θέμα τίθεται ως εξής: Το ελληνικό δημόσιο αθέτησε τις υποχρεώσεις του προς τις τράπεζες. Αναγκάζοντάς τις να κουρέψουν το 53% της ονομαστικής αξίας των δανείων τους προς το δημόσιο, τις έφερε σε δύσκολη θέση. Έτσι ώστε να μην φαλιρίσουν, και να δώσουν και κανένα δάνειο σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά (αναστέλλοντας την στάση δανείων που έχει «στεγνώσει» την αγορά), το κράτος μας θα δανειστεί από το EFSF, αυξάνοντας έτσι το δημόσιο χρέος κι άλλο, για να τα δώσει στις τράπεζες. Κι επειδή είναι παράνομο να δώσει κεφάλαια στις τράπεζες χωρίς αντάλλαγμα κάποια περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών (καθώς το κράτος δεν δικαιούται, τουλάχιστον επισήμως, να δωρίζει αμύθητες περιουσίες σε ανώνυμες εταιρείες), θα πρέπει να λάβει μετοχές των τραπεζών. Όμως αυτό συνεπάγεται μερική κρατικοποίηση. Κι επειδή, λέγεται, η κρατικοποίηση των τραπεζών είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί, ο κ. Παπαδήμος και οι σύμβουλοί του (με βασικό σύμβουλο ως πρότινος έμμισθο σύμβουλο μίας εκ των πτωχευμένων, υπό ανακεφαλαιοποίηση, τραπεζών) πασχίζουν να βρουν μια φόρμουλα έτσι ώστε οι μετοχές που θα πάρει το δημόσιο ως αντάλλαγμα για τα νέα χρέη που φορτώνει στην πλάτη του φορολογούμενου εκ μέρους των τραπεζών δεν θα δίνουν στο δημόσιο δικαίωμα συμμετοχής στην διοίκηση. Με απλά λόγια, το δημόσιο θα πάρει μετοχές που τελικά δεν θα είναι ακριβώς... μετοχές.
Το απεχθές παιχνίδι των ημερών
Οι τράπεζες πρέπει να ανακεφαλαιωθούν. Αυτό θα ήταν απαραίτητο ανεξάρτητα από το «κούρεμα» του δημόσιου χρέους. Ο συντελεστής μόχλευσής τους ήταν τέτοιος (βλ. πιο πάνω) που μια οικονομική ύφεση της τάξης του -5% για μια μόνο χρονιά θα τις οδηγούσε, έτσι κι αλλιώς, στην πτώχευση. Παρά το γεγονός ότι οι τράπεζες λειτούργησαν καταστροφικά (και αυτοκαταστροφικά) για πολύ καιρό (θυμάστε τα εορτοδάνεια, τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που αγόραζαν σαν να ήταν σοκολατάκια;), και σπατάλησαν βουνά κερδών στον βωμό της μόχλευσης, καμία κοινωνία δεν μπορεί να συνέλθει, καλώς ή κακώς, αν δεν βγουν από την μαύρη τρύπα οι τράπεζές της.
Η ανακεφαλαίωση δεν μπορεί να γίνει, βέβαια, από ιδιωτικά κεφάλαια. Ποιος επενδυτής ρίχνει τα χρήματά του σε μια μαύρη τρύπα, από την οποία δε θα τα ξαναπάρει ποτέ; Κανείς. Να γιατί η Ευρώπη αποφάσισε να κάνει αυτό που κάποιοι φωνάζουμε ότι έπρεπε να έχει γίνει πριν δυο χρόνια: η επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με δημόσιο, ευρωπαϊκό χρήμα. Αυτό, τελικά, αποφασίστηκε να γίνει, έστω και καθυστερημένα. Χρήματα που δανείζεται το EFSF εκ μέρους ολόκληρης της ευρωζώνης, θα δοθούν στις τράπεζες όχι ως δανεικά αλλά ως «έγχυση» νέων κεφαλαίων. [Μην ξεχνάμε ότι ο πτωχευμένος δεν σώζεται με νέα δάνεια – κεφάλαια χρειάζεται.]
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν θα πρέπει να γίνει «μετάγγιση» κεφαλαίων από το ευρωπαϊκό δημόσιο στις ιδιωτικές τράπεζες. Αυτό είναι (και πρέπει να είναι) δεδομένο. Το ερώτημα είναι: Με τι ανταλλάγματα; Η άποψη που πασχίζουν να περάσουν στην κοινή γνώμη τραπεζίτες και κυβέρνηση είναι ότι τα ανταλλάγματα πρέπει να είναι τέτοια που να αποφευχθεί, πάση θυσία, η κρατικοποίηση των τραπεζών. Κι επειδή στην Ελλάδα, η λέξη «κράτος» δεν ηχεί πολύ χειρότερα από την λέξη «μαφία», ο κόσμος τείνει να αποδεχθεί αυτή την άποψη. Την άποψη που λέει ότι το κράτος πρέπει, ως αντάλλαγμα, να πάρει είτε «ομολογίες» είτε μια άλλη μορφή μετοχών που δεν δίνουν στον κάτοχό του δικαίωμα συμμετοχής ή ελέγχου της διοίκησης.
Αν αυτή η «άποψη» περάσει, ο ελληνικός λαός θα έχει, άλλη μια φορά, συναινέσει στις ραδιουργίες μιας αρπακτικής διαπλεκόμενης συμμαχίας κράτους και επιτήδειων ιδιωτών που στόχο έχουν την διαφύλαξη των συμφερόντων τους εναντίον τόσο του κοινωνικού συνόλου όσο και των τραπεζών της χώρας. Αν η κυβέρνηση Παπαδήμου, στην εκπνοή της, περάσει την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με τρόπο που αφήνει στο απυρόβλητο την διαπλοκή μεταξύ των μετόχων, διευθυντών, και πιστωτών των τραπεζών η οποία τις έριξε στον γκρεμό (την οποία περιέγραψα πιο πάνω), θα έχει καταφέρει το μεγαλύτερο πλήγμα στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας μετά το Μνημόνιο. Αν μια τέτοια τεράστια αποτυχία της διοίκησης των τραπεζών μας δεν οδηγήσει στην απώλεια της εξουσίας επί των τραπεζών των μεγαλο-μετόχων-διευθυνόντων που συμμετείχαν με τόση χαρά και ευεξία στο φαγοπότι της μόχλευσης, η κυβέρνηση θα έχει στείλει το εξής μήνυμα στους τραπεζίτες: Ξαναθρέψτε το τέρας της μόχλευσης – ο φορολογούμενος, αν όχι ο Έλληνας τότε σίγουρα ο Ευρωπαίος, εδώ είναι!
Επίλογος: Ο θρίαμβος της Πτωχοτραπεζοκρατίας επί του καπιταλισμού
Μέσα στην αγωνία του «συστήματος» μεγαλο-μετόχων των τραπεζών, πιστωτών των τραπεζών και των υποτιθέμενων ρυθμιστών των τραπεζών (δηλαδή των κυβερνώντων που πασχίζουν να διατηρήσουν μια «συγκινητικά» στενή σχέση με τους τραπεζίτες) να μην χάσουν τον έλεγχο αυτής της χήνας που γεννά τα χρυσά αυγά, ακούμε τους εκπροσώπους τους στα ΜΜΕ, στην Βουλή κλπ να αποτροπιάζονται με την ιδέα ότι το κράτος θα πάρει κοινές μετοχές ως αντάλλαγμα για τα κεφάλαια που φορτώνεται ως νέο χρέος για να τα δώσει στις τράπεζες. Πρόκειται για ανείπωτη υποκρισία.
Κάποτε, οι φιλελεύθεροι επιχειρηματολογούσαν εναντίον των κρατικοποιήσεων στην βάση ότι ήταν υποχρεωτικές, δηλαδή ότι το κράτος σου έπαιρνε την επιχείρηση με το έτσι θέλω, σου έδινε μια γελοία αποζημίωση και σε πέταγε στον δρόμο. Όμως η σημερινή περίπτωση διαφέρει ριζικά. Το κράτος δεν έχει καμία όρεξη να βάλει χέρι στις τράπεζες. Οι τράπεζες ζητιανεύουν κεφάλαια από το κράτος. Μόνο που δεν θέλουν να δώσουν ως αντάλλαγμα αυτό που πρέπει: ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Ποτέ έως τώρα δεν είχα ακούσει επιχείρημα εναντίον των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του δημοσίου. Γιατί περί αυτού πρόκειται: Από την μία οι τράπεζες θα πτωχεύσουν χωρίς τα κεφάλαια του δημοσίου, και ζητούν κεφάλαια από το δημόσιο. Από την άλλη θέλουν να τα πάρουν χωρίς να είναι ούτε δανεικά (καθώς δάνεια παίρνουν αβέρτα από την ΕΚΤ, με επιτόκιο 1%, χωρίς να τις σώζουν, πτωχευμένες ούσες) ούτε και να αποδίδουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα στους φορολογούμενους που δανείζονται για να τα πάρουν.
Όσο για το επιχείρημα ότι αν συμμετέχει το δημόσιο πιο δυναμικά στο μετοχικό κεφάλαιο των ιδιωτικών τραπεζών, τότε οι τράπεζες θα γίνουν κρατικοδίαιτες, διεφθαρμένες και αναποτελεσματικές, η απάντησή μου είναι η εξής: Όπως είδαμε πιο πάνω, εδώ και καιρό, ιδιωτικές τράπεζες (με την σωστή έννοια του επιθετικού προσδιορισμού) δεν υπάρχουν. Σε ολόκληρο τον κόσμο, και ιδίως στην χώρα μας, οι τράπεζες έχουν μετατραπεί σε αρπακτικά μορφώματα ιδιωτικο-κρατικού χαρακτήρα. Οπότε ας αφήσουμε τις ανοησίες περί ανάγκης να αποφευχθεί η κρατικοποίηση των ιδιωτικών τραπεζών. Αυτά είναι λόγια που σκοπό έχουν την τρομοκράτηση της κοινωνίας ώστε να συναινέσει στις επιταγές της Πτωχοτραπεζοκρατίας (ένα καθεστώς που δίνει την μέγιστη εξουσία στους πιο πτωχευμένους τραπεζίτες) η οποία έχει υπονομεύσει πλήρως τον... καπιταλισμό.
Τι θα έπρεπε, λοιπόν, να συζητάμε σήμερα; Θα έπρεπε να συζητάμε όχι το αν θα δοθούν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των τραπεζών στους φορολογούμενους που δανείζονται για να επανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες, αλλά τι μορφή πρέπει να πάρουν αυτά τα δικαιώματα ώστε και οι τράπεζες να ορθοποδήσουν και η οικονομία να πάρει ανάσες. Κι επειδή ούτε κι εγώ (όπως οι περισσότεροι) δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη στους κυβερνώντες μας (ούτε στους σημερινούς ούτε και στους επόμενους), μετά χαράς να συζητήσουμε μια σειρά από καινοτόμες, δημοκρατικές, τεχνοκρατικές λύσεις. Π.χ. από την στιγμή που τα κεφάλαια έρχονται από το EFSF, γιατί να μην πάρει τις μετοχές των τραπεζών το…EFSF (το οποίο να μπορεί να ορίσει, κατά το δοκούν, Ευρωπαίους τεχνοκράτες στα ΔΣ των τραπεζών ώστε να εκπροσωπούν τα συμφέροντα των Ευρωπαίων πολιτών που δανείστηκαν αυτά τα χρήματα); Μάλιστα, κάτι τέτοιο θα μας έδινε την δυνατότητα να αιτηθούμε από την ΕΕ τα κεφάλαια αυτά να μην βαρύνουν το ελληνικό δημόσιο χρέος, μιας και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα θα περάσουν απ’ ευθείας στην ευρωζώνη.
Λύσεις υπάρχουν που ούτε επιβραβεύουν την υφιστάμενη Κλεπτοκρατία μετόχων-διευθυντών-πολιτικών ούτε και οδηγούν τις τράπεζες στην αγκαλιά του ελληνικού δημοσίου. Όσοι όμως σήμερα κόπτονται για τον κίνδυνο «κρατικοποίησης» των τραπεζών, και όσοι διαπραγματεύονται μαζί τους στο Μαξίμου, προσφέρουν χέρι βοήθειας στην Πτωχοτραπεζοκρατία που επιβουλεύεται τόσο την ελληνική οικονομία όσο και τις ελληνικές τράπεζες.

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Τα μέσα ενημέρωσης και η Χρυσή Αυγή

Το live γιαούρτωμα τηλεπαρουσιαστή των Ιωαννίνων με αφορμή τη φιλοξενία στο κανάλι του Χρυσαυγίτη Ηλία Κασιδιάρη έφερε ξανά στην επικαιρότητα, με κωμικοτραγικό βέβαια τρόπο, το δίλημμα των δημοκρατικών μέσων ενημέρωσης και των αντιφασιστών δημοσιογράφων: πώς αντιμετωπίζουμε τη ναζιστική οργάνωση Χρυσή Αυγή που κατεβαίνει στις εκλογές με ευοίωνες μάλιστα δημοσκοπικές επιδόσεις;

Δεν ισχύει άραγε και γι’ αυτήν ο κανόνας του δημοκρατικού διαλόγου που επιτάσσει το άνοιγμα των μικροφώνων ακόμα και για τους εχθρούς της δημοκρατίας; Μήπως η άρνηση να δοθεί σήμερα βήμα σ’ αυτούς γίνει αφορμή για να μη δοθεί αύριο βήμα σε κάποιους άλλους που η σύγχρονη δημοκρατική τάξη θεωρεί επίσης «ακραίους»; Το δίλημμα είναι υπαρκτό και η απάντηση δεν είναι εύκολη.

1. Οι κρυφοί θαυμαστές

Υπάρχουν κάποιοι που έχουν λύσει το πρόβλημά τους. Είναι εκείνοι που δεν διστάζουν να δώσουν βήμα σε όποιον θεωρούν ότι θα «προκαλέσει» και θα τους εξασφαλίσει έτσι κάποιου είδους τηλεθέαση, ακροαματικότητα, αναγνωσιμότητα.

- Είναι για παράδειγμα το Kontra Channel, που είχε δώσει στη Χρυσή Αυγή εβδομαδιαία εκπομπή για να την πάρει πίσω μόλις αποκαλύφθηκε η συμφωνία.

- Είναι ορισμένοι τηλεοπτικοί παραγωγοί, όπως ο κ. Σπίνος, ο οποίος από το Extra 3 μας παρουσίαζε συχνά πυκνά τον φίρερ Μιχαλολιάκο, προτού κι ο ίδιος αποφασίσει να πολιτευθεί (με το ΛΑΟΣ βέβαια).

- Είναι, τέλος, και ο ίδιος ο κ. Καρατζαφέρης, ο οποίος όψιμα διάβασε τα κείμενα της Χρυσής Αυγής και έφριξε (!), αλλά βέβαια κανείς δεν τον παίρνει σοβαρά υπόψη εφόσον εκείνος ήταν πού πρώτος άνοιξε τα πολιτικά σαλόνια στη Χρυσή Αυγή, όταν ήταν ακόμα στη ΝΔ και από την εκπομπή του επιχειρούσε να συγκροτήσει την «Νέα Ελπίδα», με χρυσαυγίτες, χουντικούς, βασιλικούς, κλπ. Ήταν τότε που αποκαλούσε «αγωνιστές» τους Χρυσαυγίτες και τους προσέφερε μερίδιο της μελλοντικής του εξουσίας. Την υπόσχεσή του αυτή την έκανε πραγματικότητα στις νομαρχιακές του 2002, περιλαμβάνοντας στο ψηφοδέλτιό του τέσσερα στελέχη της Χρυσής Αυγής, μεταξύ των οποίων και τον σημερινό υπαρχηγό της Ηλία Παναγιώταρο. Το κωμικό είναι ότι σήμερα, βλέποντας ότι χάνει ψηφοφόρους που μετακινούνται στο γνήσιο ακροδεξιό κόμμα καταφεύγει στις υπηρεσίες του πατρός Πλεύρη. Φρίττει δηλαδή ο κ. Καρατζαφέρης με τις ναζιστικές καταβολές της Χρυσής Αυγής και επιστρατεύει στο πλευρό του τον Πατριάρχη του νεοελληνικού εθνικοσοσιαλισμού!

2. Το πρόσχημα της ενημέρωσης

Αυτοί όλοι, καλά κάνουν, εφόσον αισθάνονται κάποιου είδους συγγένεια με την οργάνωση αυτή. Αλλά δεν πρόκειται γι’ αυτούς. Το ερώτημά μας αφορά τους υπόλοιπους, εκείνους δηλαδή που εμφανίζονται ως πολέμιοι του φασισμού, αλλά προβάλλουν τη Χρυσή Αυγή στο πλαίσιο της υποτιθέμενης υποχρέωσής τους να ενημερώσουν την κοινή γνώμη. Ένα χαρακτηριστικό ρεπορτάζ αυτού του είδους φιλοξένησε την Πρωταπριλιά το Πρώτο Θέμα, με τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Πέτα τη γιαγιά στη Χρυσή Αυγή» και την επεξήγηση «Η ελλιπής αστυνόμευση σε περιοχές της Αθήνας έδωσε ρόλο στα στελέχη της Ακροδεξιάς, τα οποία προστατεύουν ηλικιωμένους την ώρα που συναλλάσσονται με τράπεζες ή κάνουν τα ψώνια τους». Το δημοσίευμα συνοδεύεται από φωτογραφίες, εμφανώς στημένες, από την υποτιθέμενη φιλανθρωπική δράση της Χρυσής Αυγής, ενώ η εφημερίδα δεν παραλείπει να χαρακτηρίσει η ίδια με τη λέξη «σοκ» το ρεπορτάζ της.

Υποτίθεται ότι τα ρεπορτάζ αυτά γίνονται για να ερμηνεύσουν τις δημοσκοπικές επιδόσεις της ναζιστικής οργάνωσης. Μόνο που ισχύει το αντίστροφο: θα έπρεπε δηλαδή κανείς να αναζητήσει σε παρόμοια δημοσιεύματα και στην τηλεοπτική υπερπροβολή της «αποτελεσματικής δράσης» των ναζιστών τα αποτελέσματα αυτά των δημοσκοπήσεων.

Όσο για τη δουλειά «βάσης» που υποτίθεται ότι είναι η αιτία της δημοφιλίας της Χρυσής Αυγής σε ορισμένες γειτονιές του κέντρου και ειδικά του Αγίου Παντελεήμονα, προστατεύοντας τις γριές κλπ., δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας ακόμα προπαγανδιστικός μύθος. Η μόνη προστασία που προσφέρει η Χρυσή Αυγή είναι η κλασική προστασία μπράβων προς μαγαζιά. Επίκεντρο της δράσης της οργάνωσης στην περιοχή ήταν ένα καφέ-μπαρ απέναντι από την είσοδο του Αγίου Παντελεήμονα, μέχρι που ο ιδιοκτήτης του (υποψήφιος περιφερειάρχης της Χρυσής Αυγής στη Δυτική Ελλάδα το 2010) συνελήφθη για διπλή δολοφονία με πληρωμένο συμβόλαιο.

Η Χρυσή Αυγή ανεβαίνει δημοσκοπικά για τον ίδιο λόγο που ανέβαινε και το ΛΑΟΣ, πριν από λίγα χρόνια, επειδή δηλαδή έχει την αβάντα των ΜΜΕ. Βέβαια η αβάντα αυτή δεν γίνεται με την ίδια μεθοδολογία (δηλαδή την υπερπροβολή των στελεχών, όπως συνέβαινε με τα τηλεπρόβλητα στελέχη του Καρατζαφέρη), αλλά με την υπόγεια προπαγάνδα ότι εδώ που φτάσαμε χρειάζεται ακραία αντιμετώπιση των μεταναστών. Στο ίδιο φύλλο του πρωταπριλιάτικου Πρώτου Θέματος ο Αναστασιάδης ταυτίζεται με την πιο ακραία εκδοχή του χρυσαγίτικου λόγου, με το αίτημα «Μπάτσοι παντού» και «άμεση εκδίωξη των λαθρομεταναστών». Από κοντά, έστω και με πιο στρογγυλεμένο τρόπο όλα τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, τα οποία θεωρούν ότι προσφέρουν υπηρεσίες στον δικομματισμό όταν εκπέμπουν μονοθεματικά δελτία για τους «λαθρομετανάστες» και την εγκληματικότητα, ενώ στην πραγματικότητα στρώνουν το έδαφος για τη Χρυσή Αυγή και τους ομοϊδεάτες της σε άλλα κόμματα.

Το είδαμε και στο πογκρόμ που ακολούθησε τη δολοφονία του Καντάρη στην Ιουλιανού τον περασμένο Μάιο. Τα ΜΜΕ εμφάνισαν σε μεγάλο βαθμό ως «δικαιολογημένη αντίδραση» την οργανωμένη Χρυσαυγίτικη αιματηρή επιδρομή που οδήγησε και στο θάνατο νεαρού μετανάστη.

Το τι ακριβώς κάνει η Χρυσή Αυγή στον Άγιο Παντελεήμονα το έχει εξηγήσει ο ίδιος ο φίρερ της. Μιλώντας κατά την προεκλογική περίοδο, φιλοξενούμενος στην εκπομπή του Νίκου Χατζηνικολάου (27.9.2010) ο Μιχαλολιάκος ανέλυσε το «πρόγραμμά» του ως εξής: «Τρία ευρώ το μήνα να δίνει κάθε αθηναίος πολίτης, συγκεντρώνεται ένα ποσό τριών εκατομμυρίων ευρώ. Θα φτιάξουμε ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας από μέλη του κόμματός μας (...) Θα ζητήσουμε άδειες οπλοφορίας, όπως έχουν πολλοί μεγαλοεπιχειρηματίες τέσσερις και πέντε οπλοφόρους. Γιατί να μην έχει κι ο Δήμος Αθηναίων 200 ενόπλους να προστατεύουν τη ζωή των πολιτών του;»!

Αυτό είναι η Χρυσή Αυγή: αυτόκλητοι ναζιστές μπράβοι που διεκδικούν λεφτά για τη δράση τους. Κάποιοι απ’ αυτούς έχουν επαφές με μεγαλοεπιχειρηματίες ως σωματοφύλακες, ενώ οι νεότεροι αρκούνται στο πούλημα προστασίας στα μικρομάγαζα του κέντρου.

3. Το πρόσχημα του διαλόγου

Το τελικό επιχείρημα όσων μέσων ενημέρωσης δίνουν λόγο στη Χρυσή Αυγή είναι ότι ακόμα και οι ναζιστές πρέπει να ακούγονται, γιατί κι αυτοί εκφράζουν μια άποψη, εφόσον εκπροσωπούνται από ένα νόμιμο κόμμα. Ασφαλώς είναι πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία η παρουσία στην Ελλάδα ενός πολιτικού μορφώματος ανοιχτά ναζιστικού που διεκδικεί μάλιστα την είσοδο στη Βουλή. Γιατί πέρα από την ομολογημένη ταύτισή της με τον ναζισμό, η ομάδα αυτή λειτουργεί ως ανοιχτή εγκληματική συμμορία. Μ’ άλλα λόγια, εδώ δεν μιλάμε για «θεωρητικούς» του ναζισμού, οι οποίοι εκφράζουν απλώς δημόσια τις «απόψεις» τους.

Υπάρχουν δεκάδες τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, στις οποίες καταγράφεται η δράση αυτή. Πιο χαρακτηριστική η απόφαση 1167/2010 του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης του γνωστού «Περίανδρου», κατά της 116, 162, 163/2009 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Έτσι τελεσιδίκησε η καταδικαστική απόφαση εις βάρος του για την απόπειρα ανθρωποκτονίας του συνδικαλιστή φοιτητή Δημήτρη Κουσουρή τον Ιούνιο του 1998. Και ο μεν «Περίανδρος», παλιός υπαρχηγός και «φαλαγγάρχης» της «Χρυσής Αυγής» είναι από τον Δεκέμβριο του 2009 ελεύθερος, αφού εξέτισε μέρος της ποινής του, όμως η απόφαση του Αρείου Πάγου επικυρώνει το σκεπτικό του Εφετείου, το οποίο περιγράφει αναλυτικά τη δράση της οργάνωσης σ΄ αυτό το αιματηρό επεισόδιο.

«(Ο κατηγορούμενος Α. Α. ή Περίανδρος κηρύσσεται ομόφωνα ένοχος του ότι) στις 16.6.1998 και περί ώρα 5.15΄ στην Αθήνα και συγκεκριμένα σε υπαίθριο χώρο του αναψυκτηρίου (...) από κοινού ενεργών με άλλα εννέα περίπου άτομα, μέλη όπως και ο ίδιος της οργάνωσης Χρυσή Αυγή, τα στοιχεία των οποίων δεν εξακριβώθηκαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση, έχοντας αποφασίσει να τελέσουν το κακούργημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, επιχείρησαν πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως αυτού, ήτοι έχοντας αποφασίσει να σκοτώσουν τον Δημήτριο Κουσουρή, φοιτητή (...) επιτέθηκαν κατ’ αυτού αιφνιδιαστικά με ξύλινα ρόπαλα που κρατούσαν τόσο ο ίδιος όσο και οι λοιποί συναυτουργοί και κατάφεραν κατ΄ αυτού με τρομακτική βιαιότητα και αγριότητα πολλαπλά χτυπήματα κυρίως στο κεφάλι και σε όλο το σώμα του (...) Απέτυχαν όμως και δεν ολοκλήρωσαν τελικά τον ανθρωποκτόνο σκοπό τους από αίτια εξωτερικά και ανεξάρτητα της θελήσεώς τους».

Δηλαδή το δικαστήριο επικυρώνει το γεγονός ότι την εγκληματική ενέργεια την έκανε η Χρυσή Αυγή ως ομάδα και περιγράφει τη δράση μιας δεκαμελούς φάλαγγας της οργάνωσης. Ποιος «διάλογος» μπορεί να γίνει με μια τέτοια ομάδα και ποιες «απόψεις» περιμένει ν’ ακούσει κανείς απ’ τα μέλη της;

Υπάρχει εδώ ο αντίλογος ότι μέχρι και οι φυλακισμένοι ακόμα και οι βαρυποινίτες βγαίνουν τηλεφωνικά σε τηλεοπτικές εκπομπές και υπερασπίζονται το δίκιο τους. Και πολύ καλά κάνουν. Αλλά όπως κανείς δεν καλεί καταδίκους για να εγκωμιάσουν το έγκλημά τους, έτσι και δεν θεωρούμε δημοκρατικό δικαίωμα των ναζιστών να μας εξηγούν για ποιο λόγο πρέπει να εφαρμόσουν κι αυτοί την «τελική» τους λύση στην Ελλάδα, αυτή τη φορά εναντίον των μεταναστών. Αν κάποιος Χρυσαυγίτης θέλει να μας εξηγήσει για ποιο λόγο συμμετείχε στην επίθεση κατά του Κουσουρή ή σε κάποια άλλη επίθεση κατά αριστερών πολιτών, φοιτητών ή μεταναστών, πολύ ευχαρίστως να τον ακούσουμε. Κι εμείς και η δικαιοσύνη. Αλλά η εκλαϊκευση του Mein Kampf για μεσημεριανάδικο πάει πολύ να θεωρείται «δημοκρατικός διάλογος».

4. Η ανοχή του συστήματος

Με αυτά τα δεδομένα, πώς να ερμηνεύσει κανείς την ανοχή του ελληνικού πολιτικού συστήματος; Πιστεύω ότι η απάντηση βρίσκεται σε ένα χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει τα ελληνικά ακροδεξιά μορφώματα από τα αδελφά κόμματα της Ευρώπης: οι βαθιές ρίζες της Ακροδεξιάς στον ελληνικό κρατικό μηχανισμό. Ας μην ξεχνάμε, ότι τη στιγμή που οι ευρωπαϊκές χώρες εκδημοκρατίζονταν μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ελλάδα είχαμε το ιδιότυπο μετεμφυλιακό κράτος και στη συνέχεια τη δικτατορία. Η Ακροδεξιά, δηλαδή, υπήρξε χαραγμένη στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού, δεν ήταν καθόλου ξένη προς την αυθόρμητη ιδεολογία που παράγει κάθε τέτοιου είδους κοινωνική ομάδα. Η απήχηση, λοιπόν, σε ορισμένα στρώματα των ιδεών της Ακροδεξιάς αντανακλά και τον τρόπο συγκρότησης αυτού του μηχανισμού.

Φέρνω εδώ το παράδειγμα της σχέσης Χρυσής Αυγής και ΕΛ.ΑΣ., όπου δεν παρατηρείται μόνο η αυτονόητη απήχηση ακροδεξιών ιδεών σε ένα σώμα που ασκεί εξ επαγγέλματος βία σε εργαζόμενους. Είναι γνωστό ότι η νεοναζιστική ομάδα χρησιμοποιείται από τις δυνάμεις καταστολής συστηματικά στο ρόλο που έπαιζαν κάποτε οι λεγόμενοι «αγανακτισμένοι πολίτες» μόνο που εδώ η βία που ασκείται ελεύθερα είναι πολύ χειρότερη. Τη σχέση αυτή έχει περιγράψει αναλυτικά στο βιβλίο του ένα πρώην ηγετικό της στέλεχος: «Μας έστελναν μεμονωμένα, λες και ήμασταν παρακρατικοί ‘αγανακτισμένοι πολίτες’, να ενισχύσουμε την προσπάθεια της αστυνομίας» (Χάρης Κουσουμβρής, «Γκρεμίζοντας τον μύθο της Χρυσής Αυγής», εκδ. «Ερεβος», Πειραιάς 2004).

5. Η μόνη απάντηση

Το συμπέρασμα είναι ότι κανένας διάλογος δεν είναι δυνατός με τους ναζιστές. Αυτό ισχύει και για τους δημοσιογράφους αλλά και για τους πολιτικούς που θα βρεθούν σε λίγες μέρες αντιμέτωποι με το ίδιο δίλημμα. Φυσικά όσοι αισθάνονται πολιτική συγγένεια με τον φίρερ της Χρυσής Αυγής μπορούν ελεύθερα να τον καλούν στις εκπομπές τους ή να τον προβάλλουν στις στήλες τους. Αλλά ας μην επικαλούνται την ανάγκη «διαλόγου» ή την «ελευθερία των απόψεων» γιατί η προπαγάνδιση των πογκρόμ δεν είναι «άποψη», είναι «εγκωμιασμός εγκλήματος».

Βέβαια η ναζιστική συμμορία έχει και έναν άλλο τρόπο να πείθει τους τηλεπαρουσιαστές να την προβάλλουν. Ακούσαμε πριν από λίγους μήνες τον Άκη Παυλόπουλο να λέει τηλεφωνικά στο δελτίο του απευθυνόμενος στον κ. Μιχαλολιάκο: «Είπατε πριν από λίγο τηλεφωνώντας ότι αν δεν σας βγάλω στον αέρα πρέπει να πάρω σωματοφύλακες;» Και ο φίρερ με καμάρι: «Βεβαίως το είπα και το επαναλαμβάνω».

Αλλά αν ο τρόμος που έχει εξαπολύσει εναντίον των μεταναστών εξαπλωθεί και στο χώρο των μέσων ενημέρωσης, τότε η ναζιστική συμμορία θα έχει κερδίσει προτού καν γίνουν οι εκλογές. Αυτή άλλωστε είναι η παραδοσιακή μέθοδος που ακολούθησε το πρότυπό τους, ο Χίτλερ.

Αυτός είναι ο λόγος που στο ίδιο δίλημμα πρέπει να απαντήσουν και οι θεσμοί της δημοκρατίας, όσοι τουλάχιστον απ’ αυτούς εξακολουθούν να υπηρετούν την αποστολή του.

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

To τελευταίο γράμμα

Όπως αναρτήθηκε στο Πρώτο Θέμα το περιεχόμενο του γράμματος του 77χρονου:

"Η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου εκμηδένισε κυριολεκτικά τη δυνατότητα επιβίωσης μου που στηριζόταν σε μια αξιοπρεπής σύνταξη που επι 35 χρόνια εγώ μόνον (χωρίς ενίσχυση κράτους) πλήρωνα γι'αυτήν.

Επειδή έχω μια ηλικία που δεν μου δίνει την ατομική δυνατότητα δυναμικής αντίδρασης (χωρίς βέβαια να αποκλείω αν ένας Έλληνας έπαιρνε το καλάσνικοφ ο δεύτερος να ήμουνα εγώ) δεν βρίσκω άλλη λύση από ένα αξιοπρεπές τέλος πριν αρχίσω να ψάχνω στα σκουπίδια για την διατροφή μου.

Πιστεύω πως οι νέοι χωρίς μέλλον, κάποια μέρα θα πάρουν τα όπλα και στην πλατεία Συντάγματος θα κρεμάσουν ανάποδα τους εθνικούς προδότες όπως έκαναν το 1945 οι Ιταλοί στο Μουσολίνι.(πιάτσε πορέτο του Μιλάνο)"


Δεν ήταν αυτοκτονία


  • Όταν σκοτώνεται ένα παιδί 15 χρονών, κατηγορούνται οι αστυνομικοί.
  • Όταν σκοτώνεται ένας 55 χρόνος από αλλοδαπούς, κατηγορούνται και καταδιώκονται όλοι οι μετανάστες.
  • Όταν σκοτώνονται 3 άνθρωποι μέσα στη Marfin, κατηγορούνται οι κουκουλοφόροι.
  • Όταν αυτοκτονεί άνθρωπος 77 χρονών στο κέντρο του Συντάγματος από αγανάκτηση για τη φτώχεια και τα μέτρα δεν θα κατηγορηθεί κανείς; Δεν είναι ο πρώτος και δυστυχώς δεν θα είναι ο τελευταίος. Πότε θα κατηγορηθεί η κυβέρνηση για ηθική αυτουργία σε δολοφονία.